- ὑπόκηρος
- ὑπόκηρος, ον,A f.l. for ἐπίκηρος in Hp.Morb.Sacr.1 ([comp] Sup.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόκηρος — ον, Α 1. (για μέλι) αναμεμιγμένος με κερί 2. μτφ. πολυσύνθετος, πολύπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κηρός «κερί» (πρβλ. ἔγ κηρος, ἐπί κηρος)] … Dictionary of Greek